Overdub (Greek)

by Panagiotis Kompotis, Sept 2001 (Greece)

RAFAEL TORAL

 

Γλίστρησε μέσα από τις γρίλιες του παραθύρου μου ένα ζεστό, νωθρό φθινοπωρινό απόγευμα· θα έλεγες ότι μέχρι και ο ήλιος σερνότανε βαριεστημένα προς τη δύση αναγκασμένος να εκπληρώσει για μια ακόμα φορά το αιώνιο καθήκον του. Άνοιξε, χωρίς να ρωτήσει, διάπλατα τα ξύλινα παραθυρόφυλλα και το φως χύθηκε στο δωμάτιο κάνοντας τους μικροσκοπικούς κόκους σκόνης να χορέψουν στον αέρα. Τον παρατηρούσα με την άκρη του ματιού μου. Έβγαλε από την τσέπη του μια κουνιστή πολυθρόνα και κάθησε σε μια γωνιά με τις αχτίδες του ήλιου να λαμπυρίζουν στο τζάμι των κοκάλινων γυαλιών του. Δε μίλησε. Το πήρα ως ένδειξη διακριτικότητα και ντροπαλότητας. «Δε θα θέλει να μ’ ενοχλήσει», σκέφτηκα. Ίσως πάλι και να απολάμβανε το απόκοσμο βουητό της λεωφόρου πέρα μακριά, που θύμιζε κάτι από τη μουσική του. Του μίλησα πρώτος:

 

–  Γεια σου, Rafael. Τι καιρό κάνει στη Λισσαβώνα;

–  Ζέστη έχει κι εκεί. Έχουμε σχεδόν το ίδιο κλίμα ξέρεις…

– Άραγε έχει επηρεάσει καθόλου τη μουσική σου το κλίμα και η τοπογραφία της Πορτογαλίας;

–  Η αλήθεια είναι ότι πάντα επιλέγω να κάνω μη-περιγραφική, μη-αναφορική μουσική. Γι’ αυτό το λόγο δεν έγραψα ποτέ μουσική για κάποια ταινία, για το θέατρο ή για κάτι άλλο παρά μόνο για χάρη της ίδιας της μουσικής. Τώρα όμως που το σκέφτομαι καλύτερα θα έλεγα ότι πιθανόν και να υπάρχει ένα στοιχείο στο περιβάλλον μου που ίσως και να εκφράζεται μέσω της μουσικής. Αυτό το στοιχείο είναι ο καιρός και πιθανότατα η ποιότητα του φωτός στη Λισσαβώνα. Το λέω αυτό επειδή βρίσκω τον εαυτό μου να προτιμάει τους «ζεστούς» ήχους. Αυτό έγινε πολύ φανερό κάποια στιγμή, όταν έδωσα μια συναυλία με τον φίλο μου Ισλανδό κιθαρίστα Hilmar Jensson. Έχουμε σε μεγάλο βαθμό παρεμφερή καλλιτεχνικά και τεχνικά ενδιαφέροντα, αλλά ήταν πολύ ενδιαφέρον να παρατηρείς την αντίθεση ανάμεσα στο δικό του «ψυχρό» ήχο και τον δικό μου. Υπάρχει βέβαια και ο ποταμός Tejo, που διασχίζει τη Λισσαβώνα. Νομίζω ότι παίρνω λίγο από τη γαλήνη του… Υπάρχει ένας συμβολισμός στη ροή του νερού, ο οποίος αποτελεί για μένα μοντέλο από το οποίο εμπνέομαι για τη δημιουργία δομών. Ο τρόπος με τον οποίον ένα ποτάμι αλλάζει διαρκώς και την ίδια στιγμή μένει πάντα το ίδιο, είναι κάτι το οποίο προσπαθώ να πετύχω σε μερικές από τις συνθέσεις μου.

 

Γαλήνη. Ίσως αυτή η λέξη να αρκεί για να περιγράψει κανείς τη μουσική αυτού του ταλαντούχου Πορτογάλου. Παρατηρώντας τον να χαζεύει τις ιριδίζοντες χάντρες φωτός και τα παιχνιδίσματα των σύννεφων στον ουρανό σκέφτομαι ότι στο μουσικό του στερέωμα οι ήχοι μοιάζουν με διάπυρα ακουστικά νεφελώματα, που κάποιες στιγμές ενώνονται για να ακολουθήσουν κοινή πορεία, για να διαλυθούν στη συνέχεια σχηματίζοντας νέους φωσφορίζοντες σχηματισμούς, τη στιγμή που κάποιες μικροσκοπικές ηχητικές πέρλες δίνουν στη μουσική του μια ιδιάζουσα μαρμαρυγή.

Η ιστορία του μου είναι γνωστή. Γεννημένος το 1967 στη Λισσαβώνα, ο Toral θα μαγευτεί ήδη από τα εφηβικά του χρόνια από την ηλεκτρική κιθάρα και την ηχητική της. Θ’ ανακατευτεί σε διάφορα συγκροτήματα επιλέγοντας στο τέλος το μοναχικό δρόμο του πειρατισμού. Το ντεμπούτο του “Sound Mind Sound Body” θα κυκλοφορήσει το 1994 από την πορτογαλική Anana, ενώ για το δεύτερο δίσκο του “Wave Field”(1995) θα μεριμνήσει ο καλός του φίλος Paulo Feliciano και η εταιρία του Moneyland. Κανείς όμως στην Πορτογαλία δεν έδειξε να ενδιαφέρεται γι’ αυτόν τον παράξενο κιθαρίστα, η μουσική του οποίου κάθε άλλο παρά από κιθάρα έμοιαζε να βγαίνει. Το δεύτερo album του πούλησε μόνο έξι κόπιες σε τρεις μήνες και ο Toral έμοιαζε καταδικασμένος στην αφάνεια. Ευτυχώς το 1994 θα κερδίσει μια υποτροφία για την Αμερική, όπου θα γνωρίσει τα ιερά τέρατα της κιθάρας και του πειραματισμού Phill Niblock, Jim O ‘Rourke, Thurston Moore και Lee Ranaldo, οι οποίοι θα τον αγκαλιάσουν ευθύς αμέσως και χωρίς κανένα δισταγμό, αναγνωρίζοντας το χειμαρρώδες ταλέντο του νεαρού Πορτογάλου. O Toral θα αρχίσει να περιοδεύει στις Η.Π.Α. και το 1998 θα ακολουθήσει ένας καταιγισμός κυκλοφοριών και επανακυκλοφοριών. Η Dexter Cigar/Drag City θα επανακυκλοφορήσει το “Wave Field” , ενώ η Ecstatic Peace! του Thurston Moore θα αναλάβει το “Chasing Sonic Booms”, ένα δίσκο που περιλαμβάνει ζωντανές ηχογραφήσεις ελεύθερου αυτοσχεδιασμού. Τέλος, θα κυκλοφορήσει στην Perdition Plastics  ένα νέο studio album με τίτλο “Aeriola Frequency”, το οποίο, μαζί με το Cyclorama Lift 3, που κυκλοφόρησε στη γερμανική Tomlab, αποτελούν τα δύο μοναδικα έργα του Toral όπου δε χρησιμοποιείται καθόλου κιθάρα παρά μόνο ένα άδειο κύκλωμα, το οποίο στηρίζεται στην ανάδραση μιας επιβραδυνόμενης λούπας. Μ’ αυτά και μ’ αυτά, ο αμερικανικός μουσικός τύπος θα ανακηρύξει τον Toral ως έναν «από τους πιο χαρισματικούς και καινοτόμους κιθαρίστες της δεκαετίας». Κι αυτός θα φροντίσει να μην απογοητεύσει κανέναν κυκλοφορώντας το 2001 στην Touch τον αριστουργηματικό του δίσκο “Violence of Discovery and Calm of Acceptance”, ο οποίος περιέχει ηχογραφήσεις του που έλαβαν χώρα από το 1993 έως το 2000.

 

–  Ξέρεις, Rafael, διάβασα ότι σου πήρε μήνες για να ολοκληρώσεις κάθε κομμάτι του “Violence of Discovery…” . Αλήθεια, ποιος είναι τρόπος με τον οποίον δουλεύεις; Μήπως είσαι περφεκτιονιστής;

 

Χαμογέλασε ανακατεύοντας τα μαλλιά του:

 

– Δουλεύω πολύ αργά, είναι δύσκολο να βρω στιγμές όπου τα πάντα ρέουν και δένουν μεταξύ τους. Όταν αυτό συμβαίνει, μπορώ να δουλέψω δύο ώρες, οι οποίες αξίζουν περισσότερο από δύο εβδομάδες. Συνήθως ξεκινώ ένα κομμάτι ανακαλύπτοντας έναν ενδιαφέροντα ήχο.  Τον αποθηκεύω με μια βασική δομή ή μορφή και προσθέτω διάφορα στρώματα συμπληρωματικών ήχων. Από εκεί και πέρα αρχίζει μια αργή διαδικασία αφαίρεσης όσων δεν ταιριάζουν. Μοιάζει λίγο με τη δουλειά του αρχαιολόγου, ο οποίος αφαιρεί προσεκτικά την άμμο γύρω από ένα πολύτιμο αντικείμενο. Στη δική μου περίπτωση, όμως, πρέπει να αποφασίσω τη μορφή αυτού του αντικειμένου, καθώς αφαιρώ ότι βρίσκεται τριγύρω του – το αντικείμενο είναι κι αυτό από άμμο. Αποφασίζω ότι ένα κομμάτι είναι έτοιμο, όταν δεν μπορώ πια να βρω κάποια όψη του που να μπορεί να βελτιωθεί. Έτσι μπορούμε να πούμε ότι το βρίσκω τέλειο.

 

Είναι πραγματικά πρωτόγνωρο το παιχνίδι που παίζει ο Toral με την ένταση του ήχου. Αν ακούσετε τη μουσική του σε χαμηλή ένταση, ο Πορτογάλος μουσικός σάς επιφυλάσσει μια ιδιότυπη ανάδυση στην απειρότητα της ηχητικής νιρβάνας. Τότε είναι που οι αιθέριες μελωδίες του απλώνονται στο χώρο και οι γαλήνιες νότες του ηχούν «σαν χίλια κονσέρτα ροκ μουσικής που αντηχούν από μια μακρινή αίθουσα», σαν τεράστιες, βαριές καμπάνες που χτυπούν μίλια μακρυά, σα μια υπερφυή συμφωνική ορχήστρα που παίζει βυθισμένη στον πάτο μιας λίμνης. Είναι τότε που τα αρμονικά ηχοχρώματα του Toral θα χαϊδέψουν τα αυτιά του ακροατή ψιθυρίζοντάς του ντροπαλά γλυκόλογα και με τη μορφή παγετώνων που λιώνουν θα πλημμυρίσουν την ατμόσφαιρα. Δοκιμάστε τώρα να ανεβάσετε την ένταση. Μονομιάς θα ξεχυθούν από τα ηχεία ουρλιαχτά πληγωμένων ζώων, γέλια και κραυγές φαντασμάτων, ήχοι από τρένα που στριγγλίζουν και από σφυριά που τσακίζουν μέταλλα πάνω σε σκουριασμένα αμόνια. Η μουσική του Toral γίνεται δύστροπη, θορυβώδης και, αποκτώντας ελικοειδή μορφή, ορμάει να κατασπαράξει κάθε ήχο που θα βρει στο διάβα της.

Όπως θα έχετε καταλάβει, ο Toral ερευνά διαρκώς τη φυσική παρουσία του ήχου στον καθημερινό κόσμο προσπαθώντας παράλληλα να κάνει μουσική που με κάποιο τρόπο να είναι ανοικτή στο περιβάλλον. Μερικές φορές νομίζεις ότι έχει βαλθεί όχι μόνο να εμπλουτίσει το καθημερινό ηχητικό μας υπόβαθρο, αλλά ταυτόγχρονα και να το υπερβεί, να το ξεπεράσει. Σκέφτομαι να τον ρωτήσω αν προσπαθεί να βρει ήχους που να μοιάζουν με αυτούς του περιβάλλοντος.

 

– Όχι, δεν προσπαθώ να βρω ήχους που να παραπέμπουν σε άλλους ήχους, προσπαθώ να βρω νέους και αφηρημένους ήχους. Αλλά ακριβώς στην αρχή μου αρέσει να διατηρώ μια σύνδεση με την αυθεντική ηχητική χροιά της κιθάρας. Στη συνέχεια, πολύ συχνά νομίζω ότι κάτι συμβαίνει σε υποσυνείδητο επίπεδο, βρίσκω ότι οι ήχοι με τους οποίους νιώθω πιο άνετα είναι αυτοί που με κάποιο τρόπο συνδέονται στο μυαλό μου με μια αφηρημένη ιδέα κάποιων ήχων του περιβάλλοντος, όπως η απόμακρη βοή της πόλης, η κίνηση στις λεωφόρους, οι ήχοι του νερού, των πουλιών και των παράξενων ζώων. Στην πραγματικότητα δεν τα αναζητώ όλα αυτά, αλλά φαίνεται ότι το μυαλό μου αντιστοιχίζει  τους δικούς μου ήχους με αυτούς τους ήχους που μου αρέσουν από το περιβάλλον. Αυτό μας οδηγεί στην άλλη πλευρά αυτού του ζητήματος, η οποία αναφέρεται στον τρόπο με τον οποίο ακούμε ό,τι αποκαλούμε «μη-μουσικό περιβάλλον». Μπορεί να είναι εντελώς μουσικό, αν το ακούσουμε μουσικά. Απολαμβάνω πολλή «μουσική» σε ήχους του περιβάλλοντος, και πραγματικά δε γνωρίζω πώς συμβαίνει αυτό, αλλά είμαι σίγουρος ότι τέτοιου είδους ακούσματα αντανακλώνται στη μουσική. Εκτός αυτού, νομίζω ….

 

Ξαφνικά σωπαίνει. Συγκεντρώνει την προσοχή του στον ήχο ενός αεροπλάνου που πετάει σε χαμηλό ύψος πέρα μακρυά.  Η σιωπή, μαζί με την αντήχηση, αποτελούν τη λυδία λίθο για το έργο του Toral. Στον πρόσφατο δίσκο του, μεταξύ των κομματιών μεσολαβούν 20-30” σιωπής. μια σιωπή εκκωφαντική, η οποία προσφέρει πολύτιμες στιγμές αναπνοής σε δημιουργό και ακροατή. Αυτές οι σιωπές, αυτές οι παύσεις είναι που αναδεικνύουν το συναισθηματικό πλούτο της μουσικής και της επιτρέπουν να λάμψει σαν το φως που ακτινοβολούν χιλιάδες μικροσκοπικά σμαράγδια. Στο τελευταίο κομμάτι του δίσκου του, μάλιστα, ο Toral χρησιμοποιεί μια «ηχογράφηση σιωπής κατά τη διάρκεια μιας αποστολής διαστημικού λεωφορείου σε δίκτυο πραγματικού χρόνου». Περιπλανιόταν στην ιστιοσελίδα της NASA όπου μεταδιδόταν μια αποστολή συνοδευόμενη από ένα ηχητικό δίκτυο, αλλά κανείς δε μιλούσε. Ο Toral μαγεύτηκε από τη χροιά του θορύβου…

 

–  Τελικά, Rafael, τι είναι η σιωπή; Μήπως οι ελάχιστοι ήχοι που μπορεί να παράγει η φύση ή μήπως απλώς ένα ηχητικό κενό που περιμένει να γεμίσει από ήχους;

–  Κατά την άποψή μου, το πιο σημαντικό που μας κληροδότησε ο John Cage είναι ότι μας έκανε να συνειδητοποιήσουμε ότι δεν υπάρχει σιωπή. Αυτό το ανακάλυψε, όταν μπήκε σε ένα δωμάτιο χωρίς ηχώ και άκουσε το αίμα του να κυκλοφορεί και το νευρικό του σύστημα να δουλεύει. Άρα η σιωπή είναι ανέφικτη. Τα όρια της λέξης «σιωπή» μετριούνται σύμφωνα με τη δική μας αντίληψη για τον ήχο και τις δικές μας προσδοκίες γι’ αυτόν. Δες το παραπάνω παράδειγμα, τη «σιωπή» του Διαστημικού Λεωφορείου: Από τη στιγμή που αυτό ήταν μια γραμμή επικοινωνίας που ως σκοπό είχε τη μετάδοση προφορικής γλώσσας από τους αστροναύτες και κανείς δε μιλούσε, το είπαμε «σιωπή». Αλλά αυτό δε σημαίνει ότι δεν υπήρχε ήχος. Αυτή η σιωπή ήταν γεμάτη από όμορφους θορύβους. «Σιωπή» και «θόρυβος» είναι και τα δύο πράγματα που υπάρχουν μόνο στο μυαλό μας. Δε συνδέονται με την πραγματικότητα.

–  Πώς νομίζεις ότι μπορεί ένας μουσικός να χρησιμοποιήσει τη «σιωπή» στις ηχογραφήσεις του και στις ζωντανές εμφανίσεις του;

–  Η «σιωπή» ενός μουσικού θα ήταν η απουσία εκπομπής ήχου, το να μην παίζεις τίποτα. Αυτή η σιωπή είναι εξαιρετικά σημαντική. Κάθε φορά που ένας μουσικός παίζει σιωπή ανοίγει ένα χώρο, όπου όλα μπορούν να συμβούν. Όσο πιο ανοικτός είναι ένας μουσικός στο περιβάλλον του, τόσο πιο πλούσια μπορεί να είναι η σιωπή του. Αν παίζει σε ένα συγκρότημα, τότε οι ήχοι των άλλων μουσικών μπορούν επίσης να αναπνεύσουν καλύτερα μέσα σε έναν τέτοιον ανοικτό χώρο. Αν πάμε πίσω στον Cage, θα δούμε ότι έφτασε σε μία ακραία χρήση της σιωπής. Το κομμάτι του “4’33” αποτελείται από ένα μουσικό ο οποίος δεν παράγει κανέναν ήχο γι’ αυτή τη χρονική διάρκεια. *Το παν* που ακούγεται κατά τη διάρκεια αυτού του χρόνου είναι η μουσική. Αυτό για μένα σημαίνει απλώς ότι «Σιωπή=Απειρότητα του ήχου».

 

O Toral είναι από τους λίγους μουσικούς που όχι μόνο δε φοβάται το άπειρο, αλλά προσπαθεί και να το συλλάβει με τη μουσική του. Τον παρατηρώ να αφουγκράζεται τους ήχους του δειλινού. Σηκώνεται από την καρέκλα του, τη διπλώνει και τη βάζει στην τσέπη του σακακιού του.

 

–  Φεύγεις, Rafael;

–  Ναι, βράδιασε σχεδόν. Πρέπει να μελετήσω και εκείνο το σχέδιο με τις γέφυρες, δεν ξέρω αν σου ‘χω πει. Σκέφτομαι να χρησιμοποιήσω ως πηγή ηχογράφησης τη δομή της ταλάντευσης μεταλικών γεφυρών όπως είναι η Golden Gate. Κάθε κομμάτι θα απαρτίζεται από ήχους μιας ξεχωριστής γέφυρας.

–  Καλή τύχη σου εύχομαι τότε, Rafael. Καλό ταξίδι.

–  Ευχαριστώ. Καληνύχτα.

 

Η μουσική του Toral, συνδυασμός ηλεκτρικής κιθάρας και αναλoγικής τεχνολογίας, είναι ambient με δόντια τροχισμένα από τον Brian Eno, rock σε υγρή μορφή διυλισμένη από τα φίλτρα των Sonic Youth και των Μy Bloody Valentine. Είναι μουσική διαγαλαξιακή, μιας που ανοίγεται στο σύμπαν και το άπειρο. Αποτελεί επίπονο αρχιτεκτόνημα ενός μουσικού με εξαιρετικό αυτί και με εμμονή στη λεπτομέρεια και την τελειότητα. Στα 34 του χρόνια, o Toral μπορεί να κοιτάξει πλέον στα μάτια τους κορυφαίους κιθαρίστες και πειραματιστές του κόσμου ξέροντας ότι δεν έχει τίποτα να ζηλέψει. Το ασχημόπαπο από την Πορτογαλία έχει γίνει πια κύκνος και σχεδιάζει συναρπαστικά ταξίδια προς άγνωστες κατευθύνσεις.